- οινοδοσία
- οἰνοδοσία, ἡ (Α [οινοδότης]1. η διανομή κρασιού2. η λήψη κρασιού από ασθενή ύστερα από συμβουλή γιατρού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰνοδοσίᾳ — οἰνοδοσίᾱͅ , οἰνοδοσία largess of wine fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοδοσίας — οἰνοδοσίᾱς , οἰνοδοσία largess of wine fem acc pl οἰνοδοσίᾱς , οἰνοδοσία largess of wine fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοδοσίαν — οἰνοδοσίᾱν , οἰνοδοσία largess of wine fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)